- κτεινομένων
- κτείνωkillpres part mp fem gen plκτείνωkillpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] … Dictionary of Greek
στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω … Dictionary of Greek